Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς (34ον) - Σύντομη ἐρμηνεία.
Κατά Μάρκον (ι'32-45).
35 Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. 36 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; 37 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. 38 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; 39 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· 40 τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται.
41 καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. 42 ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· 43 οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, 44 καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· 45 καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.
Νεοελληνική ἀπόδοση (Π.Ν. Τρεμπελά).
32 Προχωροῦσαν κι ἀνέβαιναν τό δρόμο πρός τά Ἱεροσόλυμα. Κι ὁ Ἰησοῦς προχωροῦσε μπροστά ἀπό τούς μαθητές του, κι αὐτοί θαμπώνονταν ἀπό θαυμασμό καί δέος, καθώς τόν ἔβλεπαν τόσο ἄφοβα καί μέ τόσο θαρραλέα ἀπόφαση νά προχωρᾶ πρός τήν πόλη ὅπου τόσα θά πάθαινε. Κι ἐνῶ ἀπό σεβασμό τόν ἀκολουθοῦσαν, φοβοῦνταν γιά ὅσα θά τούς ἔβρισκαν στά Ἱεροσόλυμα. Κι ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ πῆρε ἰδιαιτέρως τούς δώδεκα, ἄρχισε νά τούς λέει ἐκεῖνα πού θά τοῦ συνέβαιναν. 33 Τούς ἔλεγε δηλαδή ὅτι, νά, ἀνεβαίνουμε στά Ἱεροσόλυμα, καί ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, θά παραδοθεῖ στούς ἀρχιερεῖς καί τούς γραμματεῖς, κι αὐτοί θά τόν καταδικάσουν σέ θάνατο καί θά τόν παραδώσουν στούς ἐθνικούς στρατιῶτες τῆς Ρώμης. 34 Κι ἐκεῖνοι θά τόν ἐμπαίξουν καί θά τόν μαστιγώσουν καί θά τόν φτύσουν καί θά τόν θανατώσουν, καί τήν τρίτη ἡμέρα ἀπό τό θάνατό του θά ἀναστηθεῖ.
35 Πλησιάζουν τότε τόν Ἰησοῦ ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης, οἱ γιοί τοῦ Ζεβεδαίου, καί τοῦ λένε: Διδάσκαλε, θέλουμε νά μᾶς κάνεις αὐτό πού θά σοῦ ζητήσουμε. 36 Κι αὐτός τούς ρώτησε: Τί θέλετε νά σᾶς κάνω; 37 Αὐτοί τοῦ εἶπαν: Ὅταν ἔλθεις στή δόξα σου καί ἀνεβεῖς στόν ἐπίγειο βασιλικό θρόνο τοῦ Δαβίδ, βάλε μας νά καθίσουμε ὁ ἕνας στά δεξιά σου κι ὁ ἄλλος στ’ ἀριστερά σου. 38 Ὁ Ἰησοῦς τότε τούς εἶπε: Δέν ξέρετε τί ζητᾶτε. Δέν εἶναι τώρα καιρός κοσμικῶν μεγαλείων καί ἀξιωμάτων, ἀλλά κόπων καί διωγμῶν καί μαρτυρικοῦ θανάτου. Μπορεῖτε νά πιεῖτε τό ποτήριο τοῦ θανάτου πού πρόκειται νά πιῶ ἐγώ μετά ἀπό λίγο, καί νά βαπτισθεῖτε τό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου πού μετά ἀπό λίγο θά ὑποστῶ; 39 Κι αὐτοί, θέλοντας νά ἐξασφαλίσουν τό αἴτημά τους, τοῦ εἶπαν χωρίς νά τό σκεφτοῦν καλά: Μποροῦμε. Τότε τούς εἶπε ὁ Ἰησοῦς: Τό ποτήριο τοῦ μαρτυρίου πού ἐγώ θά πιῶ μετά ἀπό λίγο, θά τό πιεῖτε κι ἐσεῖς, καί τό βάπτισμα πού μετά ἀπό λίγο θά ὑποστῶ στή θάλασσα τῶν παθημάτων μου, θά τό ὑποστεῖτε κι ἐσεῖς. Διότι κι ἐσεῖς θά ὑποστεῖτε διωγμούς καί μαρτύριο γιά τό εὐαγγέλιό μου. 40 Τό νά καθίσετε ὅμως στά δεξιά μου καί στά ἀριστερά μου δέν ἐξαρτᾶται ἀπό μένα νά τό δώσω σ’ ὅποιον μοῦ τό ζητήσει, ἀλλά αὐτό θά δοθεῖ σ’ ἐκείνους γιά τούς ὁποίους ἔχει ἑτοιμασθεῖ ἀπό τόν δικαιοκρίτη Πατέρα μου, πού κανονίζει τίς ἀνταμοιβές σύμφωνα μέ τήν ἀρετή τοῦ καθενός.
41 Ὅταν τ’ ἄκουσαν αὐτά οἱ ἄλλοι δέκα μαθητές, ἄρχισαν νά ἀγανακτοῦν γιά τή συμπεριφορά αὐτή τοῦ Ἰακώβου καί τοῦ Ἰωάννου, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν νά τούς παραγκωνίσουν καί νά τιμηθοῦν περισσότερο ἀπ’ αὐτούς. 42 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τούς κάλεσε κοντά του καί τούς εἶπε: Γνωρίζετε ὅτι αὐτοί πού θεωροῦνται καί φαίνονται ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν, ἀσκοῦν ἀπόλυτη κυριαρχία στούς λαούς τους σάν νά εἶναι ἀνεξέλεγκτοι κύριοί τους καί σάν νά εἶναι οἱ λαοί κτῆμα τους. Κι ἐκεῖνοι πού ἔχουν μεγάλο ἀξίωμα, ὅπως εἶναι οἱ ἀνώτεροι ἀξιωματοῦχοι, καταδυναστεύουν τούς λαούς τους μέ ἀπόλυτη ἐξουσία, σάν νά εἶναι αὐτοί δοῦλοι τους. 43 Μεταξύ σας ὅμως δέν μπορεῖ οὔτε ἐπιτρέπεται νά συμβαίνει αὐτό. Ἀλλά ὅποιος θέλει νά γίνει μεγάλος ἀνάμεσά σας, πρέπει νά εἶναι ὑπηρέτης σας καί νά προσπαθεῖ νά γίνεται ἐξυπηρετικός στούς ἄλλους. 44 Κι ὅποιος ἀπό σᾶς θέλει νά γίνει πρῶτος, πρέπει νά γίνει δοῦλος ὅλων, ἀσκώντας μέ κάθε ταπεινοφροσύνη τήν ἀγάπη. 45 Διότι καί ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, δέν ἦλθε στόν κόσμο γιά νά ὑπηρετηθεῖ, ἀλλά ἦλθε γιά νά ὑπηρετήσει καί νά δώσει τή ζωή του λύτρο προκειμένου νά ἐξαγορασθοῦν καί νά ἐλευθερωθοῦν πολλοί ἀπό τήν ἁμαρτία καί τό θάνατο.
Σύντομη ἐρμηνεία.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Κύριός μας ἀπορρίπτει κάθετα τὴν ἐπιβολὴ καὶ τὴν καταπίεση, ὡς μέσα ἀνάδειξής μας. Πολλοί καταλαμβάνουν συχνὰ ἀξιώματα, ὄχι ἀξιοκρατικά, ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμη, τὴν καταπίεση, τὴν τυραννία ἢ τὴ ραδιουργία, μὲ τὴ δημαγωγία καὶ τὴν κολακεία. Ἀνάλογες πρακτικὲς ἀκολουθοῦνται ἀνέκαθεν, ὄχι μόνο γιὰ τὴν κατάληψη μεγάλων ἀξιωμάτων, ἀλλὰ καὶ γιὰ μιὰ ἁπλῆ διάκριση ἢ μιὰ συνηθισμένη προαγωγή. Τὰ μέσα, ποὺ μετερχόμαστε πολλοί, εἶναι ἐγωιστικά, σκοτεινὰ καὶ ἀνέντιμα. Μπροστὰ στὴ δική μας ἐξέλιξη παραβλέπουμε κάθε κανόνα δικαίου. Ὑποσκάπτουμε τὴν καλὴ ὑπόληψη τῶν ἄλλων. Μὰ ὁ Κύριος καταδικάζει τοῦτο τὸν τρόπο ἀνάδειξης καὶ ἀπορρίπτει ἀξιώματα καὶ τιμές, ποὺ ἀποκτῶνται μὲ ἀνέντιμα μέσα. Ταυτόγχρονα, κατακρίνει καὶ τὴν ἐγωπαθὴ καὶ τυραννικὴ ἄσκηση ἀξιωμάτων, ποὺ τυχὸν ἀναλαμβάνουμε.
Καί, τί μᾶς ἀντιπροτείνει; Τὸν εὐαγγελικὸ δρόμο τῆς ταπείνωσης καὶ προσφορᾶς. Μᾶς ὑποδεικνύει τὴν ἐν ἀγάπῃ ὑπηρεσία τῶν ἄλλων. «Ὅς ἂν θέλῃ μέγας γενέσθαι ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος.» Στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ διαφαίνεται, ὅτι ἀληθινὰ μεγάλος δὲν εἶναι αὐτός, ποὺ καταδυναστεύει καὶ ἐξουσιάζει, ἀλλὰ αὐτός, ποὺ ἀγαπᾶ ἀληθινά, κι αὐτή του ἡ ἀγάπη τὸν κάνει νὰ ταπεινώνεται καὶ νὰ γίνεται ὑπηρέτης τῶν ἄλλων. Καί πρῶτος εἶναι αὐτός, ποὺ καταδέχεται ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης νὰ γίνεται δοῦλος τῶν ἄλλων. Ἀσφαλῶς, γιὰ νὰ ἐπιτευχθοῦν τέτοια πνευματικὰ κατορθώματα, πρέπει νὰ ὑπάρχει στὴν καρδιά μας ἀγάπη καὶ ταπείνωση Χριστοῦ. Ὅποιος ἀγαπᾶ πραγματικά, θυσιάζεται γιὰ τοὺς ἄλλους. Κι ὅποιος ταπεινώνεται γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς θὰ ἐξυψωθεῖ: «Ὅτι πᾶς ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται».
Τὴν Ε΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν τιμᾶται ἡ Ὁσία Μαρία Αἰγυπτία.
Ἐκεῖνος ποὺ εἰσέρχεται στὸ στάδιο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα μὲ φιλοτιμία, ἰσχυρὴ βούληση καὶ εἰλικρινῆ μετάνοια γιὰ τὸν πρότερο ἔκλυτο καὶ βορβορώδη βίο, δέχεται πλούσια τὴ θεία χάρη. Φθάνει στὴ χαρισματικὴ ἀπάθεια.
Γράφεται στὸ Συναξαριστή: Ἡ Ὁσία Μαρία ἦταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ζήσασα δὲ πρότερον μὲ ἀκολασίαν, χρόνους δεκαεπτά, ὕστερον ἔδωκε τὸν ἑαυτόν της ἡ μακαρία εἰς ἄσκησιν καὶ ἀρετήν. Καὶ τόσον πολλὰ ὑψώθη διὰ μέσου της ἀπαθείας, ὥστε ὁπού ἐπεριπάτει ἐπάνω εἰς τὰ νερὰ καὶ τοὺς ποταμούς, χωρὶς νὰ καταβυθίζεται. Εἰς τὴν ἔρημον ἔζησεν ἡ τρισολβία χρόνους τεσσαρακονταεπτά, χωρὶς νὰ ἰδῆ ἄνθρωπον, μόνον δὲ τὸν Θεὸν εἶχε θεατήν της. Καὶ τόσον ἠγωνίσθη, ὥστε ἀπόκτησε μίαν ζωὴν ἐπὶ γῆς, ἀγγελικὴν τε καὶ ὑπὲρ ἄνθρωπον».
Ἡ ἀπάθεια στὴν ὁποία ἔφθασε ἡ Ὁσία Μαρία εἶναι φυσικὸς καρπὸς νήψης καὶ ἄσκησης. Ὁ ἀπαθὴς βιώνει τὴν κατὰ Θεὸν νηπιότητα· καθίσταται ἀτάραχος καὶ ἄφοβος, ἀφοῦ ἐνδυναμώνεται ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Συχνὰ δὲν αἰσθάνεται τὴν πείνα, τὴ δίψα, τὸν πόνο ἢ τὴν ἀνάπαυση. Ὁ νοῦς του εἶναι στραμμένος στὸν Θεὸ. Ὁ ἀπαθὴς δουλαγωγεῖ τὸ σῶμα μὲ τὴν ἄσκηση, ἐνῶ ταυτόχρονα κόπτει τὸ «ἴδιον θέλημα» καὶ ἐγκολπώνεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες, ἀπάθεια εἶναι ἡ εἰρηνικὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς, κατὰ τὴν ὁποία αὐτὴ γίνεται δυσκίνητη πρὸς τὴν κακία. Σέ τέτοια κατάσταση πέρασε καὶ ἡ ὁσία Μαρία, ἡ ὁποία, ὅταν δέχθηκε τὴν κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἀπὸ τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, πλήρης χάριτος ἄφησε τὸν ἐπίγειο βίο καὶ εἰσῆλθε στὰ σκηνώματα τῆς ἄρρητης δόξας τοῦ Θεοῦ.
Μέ ἀδελφική ἀγάπη,
Δρ. Κωνσταντῖνος Ἀπ. Καραγιάννης*




.png)